ναΐαρχος

ναΐαρχος
ναΐαρχος, ὁ (Α)
επιστάτης, φύλακας τού ναού τού Ναΐου Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νάϊος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυρί-αρχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”